- διακινδυνευτέα
- διακινδυνευτέονone must riskneut nom/voc/acc plδιακινδυνευτέᾱ , διακινδυνευτέονone must riskfem nom/voc/acc dualδιακινδυνευτέᾱ , διακινδυνευτέονone must riskfem nom/voc sg (attic doric aeolic)διακινδυνευτέοςneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.